ἰσοβαρῆ

ἰσοβαρῆ
ἰσοβαρής
of equal weight
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἰσοβαρής
of equal weight
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἰσοβαρής
of equal weight
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Изолинии — В метеорологии картографическое изображение разных числовых величин очень распространено и является необходимым пособием для изучения явлений и их распределения в пространстве. Названия этих линий составлены из греческих слов (ισος значит равный) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • ισοβαρής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει το ίδιο βάρος: Ισοβαρή σώματα. – Ισοβαρείς πυρήνες. 2. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση: Ισοβαρείς επιφάνειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”